- τέθηπα
- Α1. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος (α. «τοὺς πλουσίους ἐκπεπληγμένος καὶ τεθηπώς», Πλούτ.β. «τέθηπα ἀκούων», Ηρόδ.γ. «θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπε», Ομ. Οδ.)2. (η μτχ. αορ. και παρακμ.) ταφών και τεθηπώςέκπληκτος, σαστισμένος (α. «ἔστητε τεθηπότες ἠύτε νεβροί», Ομ. Ιλ.β. «στῆ δὲ ταφών», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάμβος].
Dictionary of Greek. 2013.